- υποκάθημαι
- και ιων. τ. ὑποκάτημαι Α [κάθημαι]1. κάθομαι κάτω από κάτι («ὑποκαθῆσθαι ταῑς μηλίαις», Φιλόστρ.)2. κάθομαι κάπου περιμένοντας κάποιον ή κάτι3. κάθομαι κάτω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή στήνω ενέδρα («αὐτοὶ δ' ἐν καλυβίοις κρυπτοῑς ὑποκάθηνται λοχῶντες», Στράβ.)4. απραγώ5. μτφ. α) (για έντονο συναίσθημα) κυριεύω κάποιον ανεπαίσθητα («φθόνος ὑποκάθηταί τινα», Φιλόστρ.)β) θεολ. είμαι κατώτερος κάποιου («ὁ γὰρ τῷ πατρὶ τὴν ἄνω χώραν εἰς προεδρίαν ἀποδιδούς, τὸν δὲ μονογενῆ υἱὸν ὑποκαθῆσθαι λέγων», Βασ.)6. φρ. α) «ὑποκαθήμενον ὁρᾱν»μτφ. το να προβλέπει κανείς κάτι με δολερό ή ύπουλο τρόπο (Φιλόστρ.)β) «ἡ ὑποκαθημένη ἀοριστία»(φιλοσ.) η θεμελιώδης απροσδιοριστία (Καρνσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.